- ἀποσκολοπίζω
- ἀποσκολοπίζω,A skin, strip off, Archil.124 (sens. obsc.), S.Fr.423; also ἀπεσκολυμμένος, = περιτετμημένος, Hsch., Ael.Dion.Fr.432.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποσκολοπίσατε — ἀποσκολοπίζω skin aor imperat act 2nd pl ἀ̱ποσκολοπίσατε , ἀποσκολοπίζω skin aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀποσκολοπίζω skin aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκολοπίσαι — ἀποσκολοπίζω skin aor inf act ἀποσκολοπίσαῑ , ἀποσκολοπίζω skin aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)